στιχολογία

στιχολογία
[стихология] ουσ θ чтение стихов наизусть.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στιχολογία" в других словарях:

  • στιχολογίᾳ — στιχολογίᾱͅ , στιχολογία recitation of verses fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχολογία — ἡ, ΜΑ [στιχολόγος] 1. απαγγελία στίχων («ὑπὲρ μισθοῡ στιχολογίας», πάπ.) 2. εκκλ. α) κατά στίχο ψαλμωδία ή εμμελής ανάγνωση τών ψαλμών ή τών βιβλικών ωδών β) απαγγελία, σε αντιδιαστολή προς την ψαλμωδία …   Dictionary of Greek

  • стихословие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}   сущ. (στιχολογία) пение или чтение псалмов с… …   Словарь церковнославянского языка

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՈՂՈԳԻ — (իք.) NBH 2 0747 Chronological Sequence: Unknown date, 7c գ. ՍՏՈՂՈԳԻ որ եւ ՍՏՈՂՈԳԻԱԿԱՆ. ՍՏՈՂՈԳԻԱԿԱՆ ՍԱՂՄՈՍ. Ըստ յն. սդիխօլօղի՛ա. στιχολογία recitatio versuum. Տուն առ տուն՝ փոխաձայն սաղմոսերգութիւն, ողբաձայն, եւս եւ ուրախական. կցուրդք. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՏՈՂՈԳԻԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0747 Chronological Sequence: Unknown date, 7c ՍՏՈՂՈԳԻԱԿԱՆ ՍԱՂՄՈՍ. Ըստ յն. սդիխօլօղի՛ա. στιχολογία recitatio versuum. Տուն առ տուն՝ փոխաձայն սաղմոսերգութիւն, ողբաձայն, եւս եւ ուրախական. կցուրդք. եւ առաւօտու երգք. *Ստողոգիք աղուհացից.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»